Mε μία σειρά προκλήσεων βρίσκεται αντιμέτωπη η αγορά του καφέ στην Ελλάδα, σε ένα πεδίο όπου παρουσιάζονται διαρκείς εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Πρόκειται για έναν κλάδο, ο οποίος απασχολεί χιλιάδες εργαζόμενους στην επεξεργασία και εμπορία του προϊόντος αλλά και στην εστίαση, η οποία αποτελεί βασικό τομέα άντλησης εσόδων και δημιουργίας κερδοφορίας για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτόν.
Ένα από τα σταθερά ζητήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις επεξεργασίας και εμπορίας καφέ στην Ελλάδα, είναι αυτό της κατάργησης του ειδικού φόρου κατανάλωσης (ΕΦΚ), ο οποίος επιβαρύνει τους καταναλωτές με τουλάχιστον 130 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Ταυτόχρονα, έχει προκαλέσει σοβαρά ζητήματα στην ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων, καθώς αυξάνει το λειτουργικό κόστος και τις ανάγκες για κεφάλαια κίνησης.
Είναι σημαντικό το ότι με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση που αφορά στο λαθρεμπόριο και την αντιμετώπισή του, τα προϊόντα καφέ εντάχθηκαν στις κατηγορίες των αγαθών εκείνων που τελούν υπό τον έλεγχο των αρμόδιων αρχών και ειδικότερα του Συντονιστικού Επιχειρησιακού Κέντρου (ΣΕΚ), το οποίο έχει την ευθύνη για την αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης. Σε κάθε περίπτωση πάντως, για την αντιμετώπιση των φαινομένων λαθρεμπορίας απαιτούνται εντατικοί και συστηματικοί έλεγχοι στα σημεία εισόδου.
Σκιαγραφώντας τα καίρια ζητήματα τα οποία αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή ο κλάδος, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι κατά τους τελευταίους μήνες βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα πρωτοφανές κύμα ανατιμήσεων. Ο καφές έχει αγγίξει τα υψηλότερα επίπεδα δεκαετίας και σε αυτό προστίθενται τα αυξημένα κόστη ενέργειας και μεταφορών. Παρά το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του κόστους έχει απορροφηθεί έως αυτή τη στιγμή από τις εταιρείες επεξεργασίας και εμπορίας καφέ, σύντομα θα περάσει σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού και θα φτάσει στους καταναλωτές. Με αυτά τα δεδομένα, η εστίαση, η οποία επλήγη περισσότερο από τα περιοριστικά μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας, θα επηρεαστεί περαιτέρω από τις αυξήσεις τιμών και λειτουργικών εξόδων.
Το γεγονός αυτό θα συμπαρασύρει και τις εταιρείες εμπορίας καφέ, δεδομένου ότι περίπου το 1/3 του όγκου πωλήσεων καφέ διατίθεται στην εστίαση και καταναλώνεται εκτός σπιτιού. Στη διάρκεια των lockdown η κατανάλωση εκτός σπιτιού μειώθηκε έως και κατά 70%. Βάσει αυτών που προανέφερα, η επιβίωση των επιχειρήσεων εστίασης είναι καθοριστική για την επιβίωση των επιχειρήσεων που εμπορεύονται καφέ, όχι μόνο γιατί αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κανάλι διάθεσης, αλλά και γιατί οι επιχειρήσεις καφέ υλοποιούν σημαντικές επενδύσεις σε πάγιο εξοπλισμό (μηχανές καφέ), που διοχετεύουν στους πελάτες τους με τη μορφή χρησιδανείου. Με αυτόν τον τρόπο επομένως βρίσκονται εκτεθειμένες σε επενδύσεις κεφαλαίου που δεν αποδίδουν.
Τέλος, το μέτρο επιβολής χαρτοσήμου για τον πάγιο εξοπλισμό που παραχωρείται ως χρησιδάνειο από τις εταιρείες εμπορίας καφέ στις επιχειρήσεις εστίασης, αποτελεί μία υποχρέωση με δυσανάλογο λειτουργικό και γραφειοκρατικό κόστος που δεν εφαρμόζεται σωστά και δημιουργεί αθέμιτες πρακτικές. Η κατάργησή του αποτελεί κύριο αίτημα του κλάδου και προτάσσεται από την Ελληνική Ένωση Καφέ.
Tο παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στη Ναυτεμπορική